- φυλλάδιο
- το, Ν [φυλλάς / -άδα]1. τεύχος εγκυκλοπαίδειας ή περιοδικού2. μικρό τεύχος συγγράμματος3. ολιγοσέλιδη ενημερωτική ή διαφημιστική έκδοση4. ατομικό βιβλιάριο («ναυτικό φυλλάδιο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλλάδιο — το 1. μικρό έντυπο, λιγοσέλιδο, ιδίως τεύχος περιοδικού. 2. τεύχος συγγράμματος από ένα τυπογραφικό φύλλο συνήθως ή από μικρό αριθμό τυπογραφικών φύλλων: Η νέα εγκυκλοπαίδεια κυκλοφορεί σε φυλλάδια. 3. ατομικό βιβλιάριο (συνταξιούχων, καταθετών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αδελφική Διδασκαλία — Φυλλάδιο του Αδ. Κοραή, που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο Παρίσι (1798). Ο πλήρης τίτλος του είναι Αδελφική Διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς, εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνυμίας εν ονόματι του… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… … Dictionary of Greek
έντυπος — η, ο (Α ἔντυπος, ον) ο τυπωμένος νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν) τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
αξεφύλλιστος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν τα φύλλα 2. (για βιβλίο ή φυλλάδιο) αυτός που δεν φυλλομετρήθηκε … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
μπροσούρα — η 1. έντυπο φυλλάδιο 2. (γενικά) μικρό σύγγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brochure < brocher «κεντώ, ενώνω» + κατάλ. ure] … Dictionary of Greek